- δυσθερμαγωγός, -ός, -ό
- (φυσ.), αυτός που δύσκολα αφήνει να περάσει η θερμότητα από τη μάζα του, ο κακός αγωγός της θερμότητας: Δυσθερμαγωγά σώματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.